αχνυμαι

αχνυμαι
    ἀχνυμαι
    ἀχνῠμαι
    1) скорбеть, печалиться, горевать
    

(τινος Hom., τι Pind., Soph., περί τινι HH. и ἐπί τινι Anth.; κῆρ ἄχνυται Hom.; ἀχνυμένη κραδίη Plut.)

    ἀχνύμενος κῆρ (acc.) Hom. — с сокрушенным сердцем

    2) негодовать, волноваться
    

(ἀνέστη Ἀγαμέμνων ἀχνύμενος Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αχνυμαι" в других словарях:

  • άχνυμαι — ἄχνυμαι (Α) βλ. αχέω (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ἄχνυμαι — ἀχεύω grieving pres ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • αχνάζω — ἀχνάζω, (αιολ. τ.) ἀχνάσδημι (Α) είμαι δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάσδημι αποτελεί παραλλαγή του τ. αχνάζω, το οποίο προήλθε από μεταπλασμό, κατά τα σε άζω, του *άχνημι, *άχναμαι. Οι ενεστωτικοί αυτοί τ. ανήκουν στην ομάδα των άχνυμαι, άχομαι …   Dictionary of Greek

  • συνάχνυμαι — ΜΑ θλίβομαι, λυπάμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄχνυμαι, άλλος τ. του ἀχέω (Ι) «στενάζω, στενοχωριέμαι, θρηνώ»] …   Dictionary of Greek

  • agh- (*hegh-) —     agh (*hegh )     English meaning: to fear     Deutsche Übersetzung:’seelisch bedrũckt sein, sich fũrchten”     Material: Gk. ἄχος n. “ fear, pain, grief “, ἄχνυμαι, ἄχομαι “ grieving, sorrowing, mourning “ (Aor. ἥκαχε, ἠκαχόμην, perf.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»